υποπαραληρώ

υποπαραληρώ
-έω, Α
(κατά τη διάρκεια πυρετού) καταλαμβάνομαι από ελαφρό παραλήρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + παραληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποπαρακρούω — Α ὑποπαραληρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρακρούω «παθαίνω παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου»] …   Dictionary of Greek

  • υποπαραφέρομαι — Α [παραφέρομαι] ὑποπαραληρῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”